- χαριτολόγημα
- το, -ατοςχαριεντολόγημα, ευφυολόγημα, ευφυολογία, κομψή αστειότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαριτολόγημα — το, Ν χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. ευφυο λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χαριτολογία — η, Ν 1. η ενέργεια τού χαριτολογώ 2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη] … Dictionary of Greek
αστειολόγημα — αστειολόγημα, το και αστειολογία, η χαριτολόγημα, χαριτολογία: Τα αστειολογήματά του τις περισσότερες φορές ήταν κακόγουστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαμπούρι — το (λ. γαλλ.), χαριτολόγημα, αστείο, λογοπαίγνιο: Αυτός λέει νόστιμα καλαμπούρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρολόγημα — το, ατος ευθυμολογία, χαριτολόγημα, αστειολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)